καπνοβιομηχανία

καπνοβιομηχανία
βιομηχανία επεξεργασίας τών φύλλων καπνού και παραγωγής τσιγάρων, πούρων ή καπνού πίπας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καπνοβιομηχανία — η βιομηχανία καπνού: Η χώρα μας έχει μεγάλες καπνοβιομηχανίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Karelia — (engl., russ. für Karelien) ist Karelia (Suite), Suite von Jean Sibelius für Orchester op. 11 (1893) The Karelia, eine Band bei Drakkar Entertainment Karelia (Band), französische Heavy Metal Band Volkstheater Karelia in Petrosawodsk K 18 Karelia …   Deutsch Wikipedia

  • καπνοπαραγωγή — ἡ η παραγωγή φύλλων καπνού για την καπνοβιομηχανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • καπνοπαραγωγός — ό 1. αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την καπνοβιομηχανία και το καπνεμπόριο («η Ελλάδα είναι καπνοπαραγωγός χώρα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοπαραγωγός κτηματίας που ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια και παράγει καπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • σιγαροποιία — η, Ν 1. κατασκευή τσιγάρων και πούρων 2. η βιομηχανία παραγωγής τσιγάρων και πούρων, καπνοβιομηχανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Βιρτζίνια — (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.187.734 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει ΒΑ με την πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη… …   Dictionary of Greek

  • Νότινγχαμ — (Nottingham). Πόλη (282.440 κάτ. το 2002) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας, στη συμβολή του ποταμού Λιν με τον Τρεντ, σε μια κυματοειδή και πεδινή περιοχή πλούσια σε ανθρακωρυχεία, 180 χλμ. ΒΔ του Λονδίνου. Σαξονικής προέλευσης… …   Dictionary of Greek

  • Περιγκέ — (Prigueux). Πόλη (π. κάτ.) της ΝΔ Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ντορντόνι. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Ιλ, στο κέντρο της περιοχής Περιγκόρ και διακρίνεται σε τρία τμήματα: τη μεσαιωνική πόλη (Πι Σεν Φρον) στην κορυφή του λόφου, ένα …   Dictionary of Greek

  • Πρεβό, Μαρσέλ — (Prevost, 1862 – 1941). Γάλλος συγγραφέας. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Παρισιού και μέχρι το 1891 εργάστηκε σε καπνοβιομηχανία της Λιλ. Το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Σκορπιός, έκανε μεγάλη εντύπωση στους φιλολογικούς κύκλους του Παρισιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”